Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

Ανατολή


Χάρης Β.

Η ώρα είναι 5:25 το ξημέρωμα Παρασκευής, 24 Ιουνίου. Τη στιγμή που γράφω τις λέξεις αυτές βρίσκομαι καθισμένος στο μπαλκόνι μου στον πέμπτο όροφο, ενώ πίσω από την οθόνη του υπολογιστή είναι το σημείο απ’ όπου ο ήλιος ξεπροβάλλει δειλά και σταδιακά πίσω από τον Υμμητό. Ήξερα ήδη από ποιο ακριβώς σημείο ανατέλλει ο ήλιος μιας και έχω ξαναβρεθεί σε αυτή τη θέση. Και εσύ που διαβάζεις, πίστεψέ με φίλε μου, αυτή η θέση είναι αν όχι η καλύτερη, σίγουρα η πιο οπτικά όμορφη και γεμάτη συναισθήματα που έχω ζήσει ποτέ.
Αν δεν το ζήσεις και εσύ, βέβαια, δεν θα μπορέσεις να αντιληφθείς γιατί βρίσκω αυτή τη σκηνή τόσο όμορφη ώστε να με ωθεί να γράψω για αυτή. Τα συναισθήματα και οι σκέψεις όμως με πλημμυρίζουν και κάπως πρέπει να βγουν από μέσα μου. Η αλήθεια είναι πως βρίσκομαι σε απογοήτευση τις τελευταίες μέρες και δεν υπάρχει λόγος να κρυφτώ, σκόπευα αυτή να είναι ακόμα μία μίζερη νύχτα με κλάμα και λύπηση. Μία έξοδος όμως στο μπαλκόνι στις 5 η ώρα περίπου μου άλλαξε αυτόματα τη γνώμη. Αρχικά είδα το σκοτάδι της νύχτας να έχει αρχίσει να υποχωρεί. Ακολούθησα με το βλέμμα μου το ξεθώριασμά του προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση μέχρι που έφτασα σε εκείνο το σημείο απ’ όπου ήξερα πως θα ερχόταν το φως της ημέρας. Ανάμεσα στην κορυφογραμμή του βουνού και το αχνό σκοτάδι βρισκόταν μια λάμψη πορτοκαλί και ροζ φωτός. Η λάμψη αυτή όσο περνά η ώρα κα εγώ γράφω επεκτείνεται, διώχνοντας ευγενικά τη νύχτα. Ο ήλιος δεν έχει βγει ακόμα αλλά αυτό είναι που κάνει την εικόνα ακόμα πιο όμορφη και γεννά μέσα μου την προσμονή. Δεν φοράω κάτι από πάνω, δεν ντρέπομαι τίποτε. Θέλω να νιώσω το αεράκι στο σώμα μου, να ενωθώ με την εικόνα που εξελίσσεται κάθε δευτερόλεπτο που περνά. Η πόλη έχει αρχίσει να ξυπνά, παντζούρια ανοίγουν και τα πουλιά έχουν αρχίσει εδώ και ώρα να κελαηδούν. Παρ’ όλα αυτά, νιώθω πως είμαι ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που δεν κοιμάται. Ακόμα καλύτερα, νιώθω ο μόνος ζωντανός άνθρωπος αυτή τη στιγμή. Τίποτα δε βασανίζεται μέσα μου τώρα, κάθε άσχημο συναίσθημα, κάθε αρνητική σκέψη έχει καταλαγιάσει και έχει υποκλιθεί και αυτή στο αποκορύφωμα της ομορφιάς και της γαλήνης. Η ελπίδα ανοίγει τα μάτια της και μου ψιθυρίζει στο αυτί πως οτιδήποτε και να συμβεί στη ζωή δεν είναι τίποτα μπροστά στη ζωή την ίδια. Μπορεί να υπάρχουν χίλια δυο προβλήματα στον κόσμο, ο κόσμος όμως είναι πάρα πολύ όμορφος. Απλά πρέπει να ξέρεις πότε να τον κοιτάξεις, όχι στα δελτία των ειδήσεων. Καλώς ή κακώς ο κόσμος ξέρει να κρύβει το καλό του πρόσωπο πάρα πολύ καλά, εάν όμως καταφέρεις να το δεις όταν το φανερώνει, είναι μια εμπειρία που χαράσσεται στο μυαλό και την ψυχή σου και δεν το ξεχνάς ποτέ.
Η γοητεία της νύχτας είναι αληθινά τρομακτική. Για όσους  επιλέγουμε να τη ζούμε με το να κοιμόμαστε άκυρες ώρες, είναι δίκοπο μαχαίρι. Το αντάλλαγμα που πρέπει να πληρωθεί για να ζήσουμε την απόλυτη σιγή και μοναξιά είναι η αναπόφευκτη μελαγχολία που έρχεται μαζί. Μόλις όμως ο ήλιος αρχίσει να ανατέλλει, το φως μαζί με το σκοτάδι διώχνει και κάθε αρνητικό της νύχτας. Τότε, για τη μια περίπου ώρα που χρειάζεται μέχρι το φως να κυριαρχήσει τελείως, δεν υπάρχει τίποτα σκοτεινό. Για αυτή λοιπόν την ώρα, το χαμόγελο στα χείλη σου είναι αναπόφευκτο και ασυνείδητο. Απλά χαμογελάς. Γιατί είσαι χαρούμενος, ήρεμος και γαλήνιος. Γιατί βλέπεις κάτι που δεν βλέπεις κάθε μέρα και που όσες φορές και να το δεις, πάντα σου αφήνει όλο και μια πιο γλυκιά γεύση και σου δίνει τη δύναμη που χρειάζεσαι για να δεις τη ζωή σου από άλλη οπτική γωνία και να συνεχίσεις για μια ακόμη μέρα. Τι άλλο χρειάζεσαι;
Η ώρα τώρα είναι 6:05 το ξημέρωμα Παρασκευής, 24 Ιουνίου. Είμαι ο ίδιος άνθρωπος με αυτόν που ξεκίνησε να γράφει στις 5:25, νιώθω όμως τελείως διαφορετικός. Αλλά όπως είπα, αν δεν το ζήσεις κι εσύ δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβεις τι εννοώ.


Τρίτη 19 Απριλίου 2011

Απομεινάρια ενός Παιδιού

by Χάρης Β.
Πού να’ ναι άραγε τώρα τα παιχνίδια μου; Κάποτε θυμάμαι είχα πολλά… Πάρα πολλά! Είχα δώσει ονόματα στο κάθε ένα, ήτανε οι φίλοι μου. Οι φίλοι μου ήτανε ζώα, λύκοι και δεινόσαυροι. Οι φίλοι μου ήτανε αυτοκινητάκια που ήξεραν κάθε μου αθώο παιδικό μυστικό. Άραγε θα μπορούσαν να αντέξουν τα τωρινά μου μυστικά, που πια δεν είμαι αθώος; Τα εμπιστευόμουν πως δεν θα με πρόδιδαν ποτέ και δεν φοβόμουν να τα μοιραστώ στην αυλή του χωριού μου με τα άλλα παιδάκια. Όταν βέβαια ακόμα δεν ήμουν εγωιστής και μπορούσα ακόμα να μοιράζομαι δίχως να νιώθω να απειλούμαι. Μάλιστα κάποια από αυτά τα χάριζα, προσέφερα άφοβα τους φίλους μου απλόχερα στα υπόλοιπα παιδάκια ώστε να έχουν και εκείνα κάποιον που να εκμυστηρεύονται τα πιο αγνά τους μυστικά και τις ενδόμυχες παιδικές τους σκέψεις. Καημένα παιχνίδια, αν ήξερα τότε πόσο δύσκολο είναι να κρατάς μυστικά όχι μόνο δε θα σας επιβάρυνα με αυτά των ξένων αλλά θα σας απάλλασσα και από τα δικά μου… Γυρίστε πίσω σε εμένα και θα σας ζητήσω τη συγγνώμη που σας οφείλω τόσα χρόνια. Αρκεί να γυρίσετε. Τα λάτρευα τα παιχνίδια μου. Μου λείπουν τα παιχνίδια μου…
Πόσο καιρό έχουν να μου πούνε παραμύθι; Δεν εννοώ αυτά τα χιουμοριστικά ή αυτά που λέμε για να χαμογελάσουμε στην παρέα. Εννοώ αυτά που μόλις τα ακούσω θα με κάνουν να ονειρευτώ με τα μάτια ανοιχτά και θα με στείλουν ταξίδια σε άλλους κόσμους, μακρινούς. Όπως τότε, που ανέβαινα σε χρυσαφένια καράβια και έπλεα σε χώρες άγνωστες σε όλους τους άλλους. Τα παραμύθια στόλιζαν την πλάτη μου με φτερά και πετούσα μακριά, πάνω από πολύχρωμα ουράνια τόξα και τραγουδούσα παρέα με τα λευκά περιστέρια και τα μαύρα κοράκια. Έμαθα να ζω στα παραμύθια και τους ονειρικούς μου κόσμους, ποτέ δεν μπόρεσα να δεχτώ την πεζή ζωή και τον γκρίζο κόσμο που οι υπόλοιποι αντικρίζουν. Τώρα όμως φοβάμαι την πραγματικότητα όσο τίποτε άλλο, αφού δεν έμαθα ποτέ να ζω σε αυτή. Τρέμω τον περιορισμό, τα όρια και τους συμβιβασμούς. Όμως τώρα ποιος θα μου πει παραμύθια για να με προστατέψει; Ποιανού η φωνή θα αναγεννήσει τα πληγωμένα μου όνειρα και θα μου ξαναδώσει τα μισοσπασμένα φτερά και τα καράβια για να ξαναταξιδέψω; Μπορεί άραγε κανείς να με ελευθερώσει;
Είμαι ένα παιχνίδι. Κουβαλάω μυστικά πολλών ανθρώπων, από τα πιο αθώα μέχρι τα πιο καταραμένα. Μοιράζομαι μόνο σε αυτούς των οποίων η ευτυχία και το χαμόγελο έχουν αξία για εμένα. Μα πάνω απ’ όλα φυλάω τα δικά μου μυστικά και το μεγαλύτερό μου κομμάτι δεν μοιράζεται αλλά ανήκει σε εμένα. Είμαι το αγαπημένο παιχνίδι του εαυτού μου.
Είμαι ένα παραμύθι. Βοηθάω τους ανθρώπους γύρω μου να ονειρευτούν. Τους δείχνω τον δικό μου κόσμο και τους προσκαλώ σε αυτόν, κάνοντάς τους να απαρνηθούν την πραγματικότητα που κι εγώ απαρνούμαι. Τους υπενθυμίζω να ονειρεύονται σε έναν κόσμο που έχει κηρύξει τα όνειρα σε διωγμό και έχει φυλακίσει τα χρώματα σε σκουριασμένα κελιά. Μα πάνω απ’ όλα προκαλώ εμένα να ονειρευτώ. Δίνω τροφή στη φαντασία και σπάω τα δεσμά του μυαλού μου, ταξιδεύω ασταμάτητα σε μαγικές ακτές μακριά από το γκρίζο. Είμαι το αγαπημένο παραμύθι του εαυτού μου.
Τα παιχνίδια και τα παραμύθια δεν μου λείπουν. Ζουν μέσα μου, όπως ζουν μέσα στον καθένα. Κάθε άνθρωπος είναι ένα παιχνίδι, το παιχνίδι του εαυτού του στο οποίο θα εκμυστηρεύεται όλα αυτά που κανείς άλλος δεν θα μάθει ποτέ και όσες φορές και αν χαριστεί σε άλλους ανθρώπους, πάντα θα κρατάει ένα κομμάτι του ανέπαφο μόνο για τον εαυτό του. Κάθε άνθρωπος είναι ένα παραμύθι. Η μόνη διαφορά είναι πως κάποια έχουν καλό και άλλα κακό τέλος. Εφ’ όσον όμως ο καθένας μας είναι το παραμύθι του εαυτού του, είναι στο χέρι του να γράψει την ιστορία του…

Κυριακή 17 Απριλίου 2011

Το παραλήρημα ενός σχολικού τροφίμου

Κώστας Τ.
Λένε πως το σχολικό περιβάλλον είναι ένας μικρόκοσμος του περιβάλλοντος έξω απο αυτόν.Σωστά.Σύμφωνα με την ελληνική σχολική πραγματικότητα του σήμερα ο έξω κόσμος θα πρέπει να είναι κάπως έτσι:Είμαστε όλοι ίδιοι,γιατί έχουμε ίδιες εργασίες και υποχρεώσεις(μαθήματα),τιμωρούμαστε για την απουσία μας(απο τον κόσμο τους),υποτασσόμαστε σε κάποιον ανώτερο χωρίς να γνωρίζουμε το γιατί,βαριόμαστε και κοιμόμαστε όρθιοι,κάποιοι άλλοι αναλαμβάνουν για εμάς,οι εκλογές γίνονται με βάση τη φιλία και συνεχώς κάποιος μας αναγκάζει να το βουλώνουμε.
Για να τα αναδομήσουμε λίγο τα πράγματα.Κάθε άνθρωπος δεν είναι ίδιος.Έχει δικά του ενδιαφέροντα,προσωπικότητα και διαφορετικούς στόχους,Και όμως τα μαθήματα που διδασκόμαστε είναι κοινά.Πέρα απο τη βασική γενική παιδεία που είναι κοινή για όλους και χρήσιμη(εδώ αναφέρομαι στην έκθεση,μαθηματικά κ.τ.λ),είναι κοινά και τα υπόλοιπα μαθήματα.Ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα,όμως,οφείλει να λαμβάνει υπόψη την ιδιαιτερότητα κάθε μαθητή και να προσαρμόζει την ύλη του σε αυτή,όχι το αντίθετο.
Πέρα απο αυτό,κάθε μαθητής έχει και κάποιες προσωρινές διαθέσεις.Πρέπει να λαμβάνονται και αυτές υπόψη.Ανάλογα με τις περιστάσεις το πρόγραμμα που θα λαμβάνει κάθε μαθητής οφείλει να είναι ευέλικτο,να μπορεί να μεταποιηθεί απο τον ίδιο το μαθητή.Το θέμα των απουσιών χρειάζεται να αλλάξει και αυτό.Ποιός μπορεί να κρίνει πότε μπορεί ένας μαθητής να είναι παρόν και πόσες φορές μπορεί να λείπει;Οι περιορισμοί αυτοί καταργούν την ελευθερία του μαθητή,καθώς οριοθετούν την επιλογή του να μην πάει σχολείο.
Μέσα στην τάξη το παιδί πρέπει να συμμετέχει ενεργά.Να συνεργάζεται,δηλαδή,με τον καθηγητή,ως ίσοι και χωρίς ψευδοεξουσιαστικά πρότυπα.Λαμβάνοντας μέρος σε δραστηριότητες,οι οποίες περιλαμβάνουν και την επαφή με το αντικείμενο διδασκαλίας αλλα και με τη θεωρητική γνώση,ο μαθητής αποκτά την επαρκή εμπειρία και αφομοιώνει καλύτερα και ευκολότερα ότι έχει διδαχτεί.
Όσο αφορά την τιμωρία των μαθητών πρώτα πρώτα πρέπει να εξακριβωθεί τι είναι η ανάρμοστη συμπεριφορά.Η συμπεριφορά για να χαρακτηριστεί απρεπής σημαίνει ότι αντιβαίνει τους νομικούς και κοινωνικούς κανόνες.Μόνο που αυτοί εκλείπουν στη σχολική μονάδα και καθορίζονται απο τους εκπαιδευτικούς.Στην πραγματικότητα,πρέπει να ελεγχθεί κατα πόσο ο μαθητής αντιβαίνει πραγματικά τους κανόνες και κατα πόσο δεν αντιδρά ψυχαναγκαστικά.Για παράδειγμα,η φασαρία στην τάξη αποτελεί υποσυνείδητη ψυχοσωματική αντίδραση στο εκπαιδευτικό σύστημα.Με πιο απλά λόγια,όταν οι μαθητές φλυαρούν στην τάξη δείχνουν πως κάτι πάει λάθος με τη διδασκαλία,δεν απορρίπτουν όμως αναγκαστικά τον θεσμό.
Οι αποφάσεις της σχολικής μονάδας είναι συλλογικές αποφάσεις.Οι μαθητές και τα προεδρία τους έχουν δικαίωμα να σχεδιάζουν αυτοί τις εκδρομές,τις τιμωρίες και κάθε ενέργεια της σχολικής μονάδας απο κοινού με τους εκπαιδευτικούς.Μια κλασσική μέθοδος είναι το δημοψήφισμα,η αποδοχή ή η κατάρριψη μιας πρότασης απο τους μαθητές ή τους καθηγητές.Το κλίμα συνεργασίας βοηθά στο να γεφυρωθεί το χάσμα καθηγητών-μαθητών(χάσμα εξουσίας) και να περιοριστεί η άλογη εξουσία.
Και εδώ ένα παράπονο.Οι τέχνες είναι καλό να συμπεριλαμβάνονται στη λίστα μαθημάτων για επιλογή των μαθητών,όπως και τα αθλήματα.Περιθωριοποιόντας την τέχνη στο σχολείο,η Ελλάδα έχει φτάσει σε σημείο πνευματικής αλλοτρίωσης(σκυλάδικα,τηλεοπατάτες,λογοτεχνία για κλειστούς πνευματικούς ορίζοντες).
Αυτό ίσως είναι το εκπαιδευτικό σύστημα του εικοστού πρώτου αιώνα.Ίσως το σχολείο που θα είχαμε αν δεν δαπανούσαν τα χρήματα για την παιδεία σε εξοπλισμούς και 'αφανείς' δαπάνες.Οι εποχές άλλαξαν κύριοι,το ίδιο και τα μυαλά.Εκσυγχρονιστείτε ή αφανιστείτε!

Τετάρτη 13 Απριλίου 2011

Η Φωτιά

by Χάρης Β.

Έδιωξα τον άγγελό μου. Του είπα ψέματα πως πλέον δεν τον χρειάζομαι, δεν χρειάζομαι πια φύλακα. Τον έστειλα να τραγουδήσει τα τραγούδια του σε κάποιον καινούργιο. Τον έπεισα πως δεν υπάρχει θέση στο πλάι μου για αυτόν. Και τότε εκείνος έκλαψε αίμα και εγώ γέλασα. Γέλασα όσο δεν είχα γελάσει ποτέ στη ζωή μου και τον χλεύασα δίχως δισταγμό. Σκούπισε το αίμα από το πάλλευκο πρόσωπό του, με κοίταξε με μάτια θολωμένα από οίκτο και αφού μου γύρισε την πλάτη, τίναξε τα περήφανα φτερά του και αποκολλήθηκε από τη γη κατευθυνόμενος προς τον χρυσαφένιο ήλιο. Στο σημείο από όπου ξεκίνησε την άνοδό του έπεσαν απαλά δύο πούπουλα από τις μεγαλόπρεπες φτερούγες που κοσμούσαν τη ράχη του. Έσκυψα και τα μάζεψα, τα κράτησα σαν φυλαχτό. Κομμάτι της ψυχής μου…

Έσπασα τις κιθάρες μου. Σήκωσα με στοργή την πρώτη μου κιθάρα, την ταστιέρα της οποίας είχα ποτίσει με το αίμα των δακτύλων μου, όπως μία μάνα σηκώνει στην αγκαλιά το νεογέννητο παιδί της και χάιδεψα το ξύλο της. Κι εκείνο ανταπέδωσε το χάδι γεμίζοντάς με αναμνήσεις, απογοητεύσεις και επιτυχίες. Λύπη και χαρά. Θάνατο και Ζωή. Την φίλησα με νοσταλγία και δίχως να διστάσω στιγμή την έφερα με όλη μου τη δύναμη στη δεύτερη κιθάρα μου, το όνειρο της βιτρίνας επί δύο χρόνια. Στη σύγκρουση τα ξύλα έσπασαν, σκόνη σκόρπισε στον αέρα και σκλήθρες εκτοξεύτηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Υπήρξε ήχος. Σάπιες μελωδίες, κατεστραμμένοι σκοποί, απροσδιόριστος θόρυβος και διαστρεβλωμένα κύκνεια άσματα των οργάνων. Οι κιθάρες έπεσαν με γδούπο στο πάτωμα αγκαλιασμένες στην παρακμή και το θάνατο σαν σχιζοφρενείς εραστές που αυτοκτόνησαν μαζί. Πήρα στα χέρια μου τα ξύλινα κουφάρια που ακόμα μύριζαν από τη ζωή που πριν λίγο τα διέτρεχε και ξήλωσα βίαια τις χορδές και από τα δύο όργανα. Τις μάζεψα σαν φυλαχτό. Κομμάτι της ψυχής μου...
Έσκισα τα χαρτιά μου. Κάθε μου κείμενο, κάθε ποίημα και κάθε στίχο. Και κάθε ζωγραφιά. Χαρτιά στα οποία είχα εναποθέσει τμήματα του εαυτού μου, κάθε χαρτί και ένα ξεχωριστό  κομμάτι. Ζούσα μέσα σε κάθε λέξη, κάθε γράμμα, κάθε τόνο, κάθε τελεία, κάθε γραμμή και κάθε λεκέ από τα δάκρυά μου. Ζούσα στο μελάνι, τον γραφίτη και το κάρβουνο που έντυναν τις άψυχες λευκές κόλλες και τους έδιναν ζωή. Τη δική μου ζωή. Μέσα από αυτά τα χαρτιά το «Εγώ» μου θα συνέχιζε ακόμα την ύπαρξή του ακόμα και όταν το σώμα μου θα σάπιζε μονάχο. Όχι όμως πια. Τώρα όλα θα χαθούν μαζί μου. Τα ξέσκισα πρώτα στα δύο, μετά στα τέσσερα και συνέχισα μέχρι να μην μπορώ να τα κομματιάσω περισσότερο. Κράτησα τα αμέτρητα λευκά κομματάκια του εαυτού μου στη χούφτα μου και τα μάζεψα σαν φυλαχτό. Κομμάτι της ψυχής μου...
Η Φωτιά. Πάντα την είχα στα χέρια μου και ποτέ δεν ήξερα πώς να τη χειριστώ. Προσπάθησα να το ελέγξω, αλήθεια, όμως η δύναμή της ήταν πάντοτε πιο δυνατή από τη δική μου. Έπαιξα ένα παιχνίδι εξ’ αρχής χαμένο με ψεύτικες ελπίδες να νικήσω, κάτι που φυσικά δεν έγινε ποτέ. Έκαψα τους Φίλους μου. Τους έκαψα έναν έναν  μόνο για να δω τη Φλόγα να γεννιέται και να ζει. Εκείνοι καίγονταν ενώ εγώ τους παρακολουθούσα ασυγκίνητος και γελούσα. Υπέφεραν, κι εγώ γελούσα. Κάποια στιγμή όμως η Φλόγα πέθανε κι εγώ έμεινα μόνος. Η Φωτιά με νίκησε.
Τα Κομμάτια της Ψυχής μου. Τα συγκέντρωσα όλα μαζί και τα άφησα στο πάτωμα. Δύο φτερά από τον Φύλακα Άγγελό μου, οι Χορδές από τις Κιθάρες μου και τα Γραπτά Κομμάτια του Εαυτού μου. Τα πότισα με οινόπνευμα και άναψα τον αναπτήρα. Για άλλη μια φορά θα έβλεπα τη Φωτιά να γεννιέται και να ζει. Έκαψα τους Φίλους μου και έμεινα μόνος. Τώρα, θα κάψω την Ψυχή μου. Το Εγώ μου. Και μόλις η Φλόγα πεθάνει, θα γίνω σκόνη. Θα γίνω μια ανάμνηση, ένα όνειρο ή εφιάλτης, μια ευλογία ή μια κατάρα. Θα λυτρωθώ…  Άναψα τη Φωτιά και της ξαναέδωσα Ζωή.
Κοίταξα τον καθρέφτη και ψέλλισα «Νομίζω πως πεθαίνω…»
Και το είδωλο απάντησε «Μα είσαι ήδη νεκρός…»

Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

ΕΛ.ΒΛΑΞ

Κώστας Τ.

Τι χρειάζεται μια χώρα για να καταφέρει να ορθοποδήσει,να αναπτυχθεί και να ξεχωρίσει στη διεθνή σκηνή; Ναι μια απάντηση είναι η αποτελεσματική πολιτική σκηνή.Μια ηγετική ομάδα ικανή να δικαιώσει τους αγώνες των πολιτών και να καθησυχάσει τη συνείδηση τους.Μια ακόμα απάντηση θα μπορούσε να είναι φυσικά η νομοτέλεια και η υπακοή των πολιτών στην έξοχη πολιτική μας εξουσία.
Φίλε/φίλη αναγνώστη/αναγνώστρια μη με βρίσεις.Ειρωνεύομαι σαφώς.Για να εξηγούμαι αυτό το κείμενο μου αφορά την εκτελεστική εξουσία και κατ' επέκταση τα γεγονότα στην Κερατέα.Στην πόλη αυτή οι κάτοικοι της ξεσηκώθηκαν,όχι για τα οικονομικά μέτρα αλλά για τη δημιουργία ΧΥΤΑ στην περιοχή εκείνη.Αρνούμενοι να δεχτούν να γίνει το περιβάλλον της πόλης του σκουπιδότοπος αποφάσισαν να σταματήσουν μόνοι τους τις διεργασίες που συμβαίνουν στην περιοχή.Εδώ είναι που επεμβαίνει το κράτος.
Αρχικά,η αστυνομία κινητοποιήθηκε και έφθασε στην περιοχή έγκαιρα για να διαπιστώσει πως οι κάτοικοι της περιοχής δεν είχαν κανένα σκοπό να συναινέσουν για το έργο που επρόκειτο να γίνει.Υπήρξαν κάποιες εμπλοκές.Κινητοποιήθηκαν,λοιπόν, και τα ΜΑΤ.Ως απόρροια,ξέσπασε ''εμφύλιος πόλεμος''.Οι τραυματίες πολλοί.Άλλωστε με τη νέα συνεργασία στρατού και αστυνομίας(κοινή εκπαίδευση κτλ) η εκτελεστική εξουσία,τα 'όργανα του νόμου' είναι πιο αποτελεσματικά απο ποτέ...
Εδώ θα επιθυμούσα να θέσω κάποια ερωτήματα.Αρχικά αναρωτιέμαι αν τα ΜΑΤ και η αστυνομία έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιήσουν όπλα με λαστιχένιες σφαίρες και άλογη βία εναντίων διαδηλωτών.Η ελεύθερη διαδήλωση είναι άλλωστε κατοχυρωμένη απο το σύνταγμα.Επίσης πως αξιολογούν πότε χρειάζεται να επέμβουν με τη βία;Για παράδειγμα μπορείς κύριες policeman να χρησιμοποιήσεις βία εναντίων διαδηλωτών και να 'χαϊδεύεις' τα αυτιά εμπόρων ναρκωτικών και μαφιόζων;Ελπίζω να βρεθεί κάποιος να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα.
Απο την άλλη, είναι αυτονόητο πως για τη δημιουργία ΧΥΤΑ πρέπει να γίνουν οι κατάλληλες έρευνες για να επιλεχθεί η περιοχή εγκατάστασης του.Επιστήμονες θα πρέπει να επέμβουν και να ελέγξουν την καταλληλότητα του χώρου,τις περιβαλλοντικές συνέπειες που θα έχει η δημιουργία ΧΥΤΑ,τις συνέπειές του στους κατοίκους της περιοχής και στα ζώα.Οι έρευνες αυτές δεν έχουν δημοσιοποιηθεί,τουλάχιστον,μέχρι σήμερα.Οπότε δημιουργείτε η εντύπωση πως η Κερατέα είχε επιλεχθεί τυχαία.
Οι κάτοικοι αναμφισβήτητα έχουν το δικαίωμα να διαμαρτύρονται.Άλλωστε οι διαμαρτυρίες τους στηρίζουν τα δικαιώματα τους και το δικαίωμα να ζούν σε ένα τόπο που δεν αποτελεί εχθρικός για αυτούς.Σε ένα τόπο που θα μπορεί να τους προσφέρει μια ζωή χωρίς τη μυρωδιά και τα υπολείμματα των σκουπιδιών.

Ας ξεφύγουμε λίγο...
Πασόκ
Ερωτώ: Πως μπορεί μια σοσιαλιστική κυβέρνηση(όπως τουλάχιστον ονομάζεται) να επιτρέπει τη λεηλασία της Κερατέας απο την έννομη τάξη; Αυτό δεν αντιβαίνει τις ιδεολογικές της πεποιθήσεις;Βρισκόμαστε κατα συνέπεια σε μια εποχή 'ανεπίσημης' δικτατορίας όπου κανείς δεν έχει δικαίωμα για διαμαρτυρία,κανείς δεν έχει δικαίωμα να αντισταθεί,να εκφράσει τις απόψεις του.Είναι αδιανόητο να μιλά κανείς για τη δημοκρατική απονομή της δικαιοσύνης.Αλλα ξέχασα είναι πάλι αυτοί οι γνωστοί άγνωστοι το πρόβλημα,οι αγανακτισμένοι και εξουθενωμένοι πολίτες,απο την φτώχεια και την ανεργία.
Μπορεί να ζούμε σε ελεύθερες εποχές αλλα η ελευθερία υπάρχει μόνο στα 'μικρά' πράγματα.Κανένας τους δεν ρώτησε πως νοίωθουμε εμείς οι πολίτες.Αν πεινάμε ή αν έχουμε οργιστεί.Και ούτε νομίζω πως ενδιαφέρει κανέναν τους..θα λεηλατηθούμε και θα σκορπιστούμε σαν κόκκοι απο άμμο.

Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

Παράφρων

by Χάρης Β.

Άνοιξε τα μάτια σου, μικρέ. Δεν είσαι πια μόνος, τώρα έχεις παρέα. Έχεις εμένα πιστή συντροφιά. Είμαι η καλύτερή φίλη που είχες ποτέ και μηδενίζω ακόμα και την καλύτερή σου ερωμένη. Σου δίνομαι ολοκληρωτικά δίχως να ζητήσω ανταλλάγματα, μπαίνω μέσα σου και κατοικώ. Κουρνιάζω στις πιο σκοτεινές, αραχνιασμένες φωλιές του βασανισμένου σου μυαλού και κάθε τόσο ξυπνώ από τον λήθαργό μου. Τότε χύνομαι παντού μέσα σου και η ψυχούλα σου γονατίζει εμπρός μου ενώ περιμένει τη διαταγή μου. Μόλις ξυπνώ ρέω  μέσα στις φλέβες σου και η ύπαρξή μου καταλαμβάνει κάθε κύτταρο του κορμιού σου, είσαι αδύναμος αλλά και απρόθυμος να με αρνηθείς. Δεν μπορείς να με αρνηθείς.

Είμαι το είδωλο στον καθρέφτη. Όσα δεν είσαι, δεν μπόρεσες ποτέ σου να γίνεις και δεν πρόκειται ποτέ να γίνεις. Γι’ αυτό με ζηλεύεις και με μισείς. Γι’ αυτό με αγαπάς. Και γι’ αυτό με χρειάζεσαι. Είμαι η κάθε ρανίδα δακρύων που κλαις τις νύχτες όταν ο Τρόμος σε καταλαμβάνει και μουδιάζει τη λογική σου. Είμαι το αίμα που αναβλύζει από τα χέρια σου και λεκιάζει με το βαθυκόκκινό του χρώμα το κάθε ίχνος της εναπομένουσας αγνότητας και αθωότητάς σου. Δεν είσαι αθώος πια και η αγνότητά σου έχει γίνει υπόδουλή μου. Κανένας εραστής μου δεν παραμένει αθώος. Όλοι στην αγκαλιά μου είστε ένοχοι.
Είμαι το τέρας που έβλεπες στην απειλητική σου ντουλάπα όταν δεν μπορούσες να κοιμηθείς. Το χέρι που περιμένει λαίμαργα να αρπάξει το πόδι σου μόλις τολμήσεις να το βγάλεις από την ασφάλεια του κρεβατιού.  Είμαι οι φρικαλέες εικόνες που μόνος εσύ βλέπεις και σε κρατούν μακριά από τη λογική σου. Ζω στο βλέμμα του κάθε ματιού που νιώθεις να σε καρφώνει ακόμα και όταν είσαι μόνος και στην κάθε κραυγή στην απόλυτη σιωπή που σου τρυπάει τα αυτιά και ακυρώνει την ψυχική σου ηρεμία. Είμαι οι ψευδαισθήσεις. Οι παραισθήσεις. Και οι αισθήσεις.
Έχω αλλάξει πολλά γυναικεία ονόματα. Ονομάζομαι Τρέλα, Παραφροσύνη, Αυτοκτονία, Δολοφονία, Σχιζοφρένεια, Ψυχασθένεια.
Εγώ, είμαι η Παράνοια. Κι εσύ, είσαι ο Παράφρων…
Τα τέρατα στις ντουλάπες υπάρχουν στα αλήθεια, απλώς δεν εμφανίζονται ποτέ όταν τα ψάχνεις…

Ο Τελευταίος Χορός

by Χάρης Β.
Το ξέφωτο ήταν λουσμένο από το ισχνό ασημένιο φως της Πανσελήνου. Τα σκοτεινά, θεόρατα Δέντρα είχαν γείρει τις φυλλωσιές και τους κορμούς τους προς τα έξω, σαν ένα πλήθος θεατών που παραμερίζουν για να ανοίξουν χώρο προκειμένου να υποδεχθούν στη σκηνή τον καλλιτέχνη περιμένοντας ανυπόμονα. Η Θάλασσα πιο πέρα είχε σταματήσει την αέναη κίνησή της και η σιγή της υποδήλωνε την προσπάθειά της να ακούσει το κάθε τι από όσα επρόκειτο να ξετυλιχθούν. Στην επιφάνεια των μαύρων νερών της δεν καθρεπτιζόταν τίποτα παρά μόνο η γεμάτη Σελήνη –τα Άστρα είχαν κρυφτεί από τον Ουρανό εκείνη τη Νύχτα αφού η Σελήνη ήθελε να είναι η μόνη που θα παρακολουθούσε το συμβάν. Τα Σύννεφα είχαν όλα διαλυθεί και ο Άνεμος δεν τολμούσε να κινηθεί ούτε να τραγουδήσει, αφού η σκηνή για αυτή η Νύχτα άνηκε σε άλλους.
Εκείνος φορούσε ένα μαύρο, επίσημο πουκάμισο με μια βαριά, μαύρη καμπαρντίνα από πάνω με αποτέλεσμα να θυμίζει κοράκι έτοιμο να πετάξει και να γίνει ένα με το σκοτάδι του Ουρανού. Οι μπότες του λαμπύριζαν αφού οι ασημένιες λεπτομέρειες αντανακλούσαν το φεγγαρόφωτο ενώ τα ίσια, γυαλιστερά, μαύρα του μαλλιά χύνονταν ελεύθερα στους ώμους του. Το παγερό γαλάζιο των ματιών του έκρυβε μέσα του μυστικά που καμία δύναμη αυτού του σύμπαντος δεν κατάφερε ποτέ να ανακαλύψει. Στα χέρια φορούσε λευκά γάντια και κρατούσε ένα μπουκέτο νεκρά, μαραζωμένα τριαντάφυλλα που έμοιαζαν να έχουν σαπίσει και να έχουν χάσει κάθε ίχνος της ζωής που κάποτε είχαν. Πίσω Του στέκονταν οι Περασμένοι. Οι ψυχές των ανθρώπων που είχαν ολοκληρώσει τον κύκλο της ζωής τους και πλέον αναπαύονταν ακολουθούσαν τώρα πίσω από Αυτόν, μέσα στα σώματα στα οποία κάποτε αγάπησαν, ερωτεύτηκαν, μίσησαν, πόνεσαν, έζησαν και πέθαναν. Ο καθένας κρατούσε στα χέρια του από ένα κατάμαυρο κοράκι. Όλοι τους κοιτούσαν Εκείνον και βρίσκονταν υπό τη θέλησή Του.  Ήταν πανέμορφος.
Εκείνη ήταν ντυμένη με ένα ελαφρύ, λευκό φόρεμα που έπεφτε ίσια προς τα κάτω αφού ο Αέρας δεν έπνεε ούτε στον ελάχιστο βαθμό. Ήταν ξυπόλητη ώστε τα γυμνά της πόδια πατούσαν το νωπό από την υγρασία γρασίδι το οποίο έμοιαζε να τα ντύνει σχολαστικά ώστε να μην παγώσουν. Τα πυρόξανθα μαλλιά της έφευγαν ανέμελα σε μπούκλες και κύματα μέχρι τη μέση της, χαϊδεύοντας απαλά τους γυμνούς της ώμους. Τα μάτια της είχαν χρώμα σμαραγδένιο πράσινο που θα ζήλευε και το πιο πλούσιο δάσος της Φύσης και ήταν καρφωμένα πάνω σε Εκείνον. Μαζί Της ήταν παρατεταγμένοι οι Ερχόμενοι. Οι ψυχές των ανθρώπων που ακόμα δεν είχαν  γεννηθεί, δεν είχαν δει το φως του πραγματικού ήλιου της ζωής, βρίσκονταν υλοποιημένες μέσα στα σώματα που επρόκειτο να έχουν μόλις θα υπάρξουν και περίμεναν να υπακούσουν στην εντολή Της. Στα χέρια κρατούσαν λευκά περιστέρια. Ήταν πανέμορφη.
Περπάτησαν και οι Δύο προς το κέντρο του ξέφωτου, το οποίο είχε γίνει η σκηνή στην οποία θα πραγματοποιούσαν το νούμερό τους. Βρέθηκαν σε απόσταση αναπνοής και τότε Εκείνος έτεινε τα χέρια του προς το μέρος της, προσφέροντάς της τα νεκρά τριαντάφυλλα. Εκείνη τα δέχτηκε και μόλις τα κράτησε στην αγκαλιά της βάφτηκαν αμέσως με το βαθυπόρφυρο χρώμα του αίματος που είχαν προτού μαραζώσουν στα χέρια Του. Τα άφησε να πέσουν απαλά και να σκορπίσουν στο έδαφος ανάμεσά τους ενώ κόλλησε επάνω στο κορμί Του. Εκείνος έπιασε το αριστερό της χέρι και κρατώντας το, το τέντωσε μαζί με το δικό του προς τα έξω ενώ τοποθέτησε το άλλο του χέρι στη μέση της, παροτρύνοντάς την να κάνει το ίδιο. Συντονίστηκαν στον ίδιο ρυθμό ακούγοντας μια μελωδία που μόνο οι Δύο μπορούσαν να αναγνωρίσουν και ξεκίνησαν να χορεύουν έναν ρομαντικό χορό που όμοιός του δεν είχε ξαναυπάρξει σε καμία διάσταση. Αμέσως μόλις ο χορός των Δύο ξεκίνησε, οι ακόλουθοί τους μπήκαν στη σκηνή. Οι Περασμένοι άφησαν ελεύθερα τα κοράκια την ίδια στιγμή που οι Ερχόμενοι απελευθέρωσαν τα περιστέρια. Τα πουλιά ξεκίνησαν τον δικό τους χορό πετώντας κυκλικά πάνω από το ξέφωτο, ενώ οι Περασμένοι και οι Ερχόμενοι χωρίστηκαν σε ζευγάρια και μιμήθηκαν τον χορό των Δύο.
Η ανάσα της μύριζε σαν νυχτολούλουδο, μύριζε ελπίδα. Η ανάσα Του ήταν σάπια και η μυρωδιά της θύμιζε κουφάρι σε συνδυασμό με θειάφι, κάτι που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το γοητευτικό του παρουσιαστικό. Κάθε φορά που κάποιο από τα τριαντάφυλλα κάτω από τα πόδια τους βρισκόταν κάτω από τις μπότες Του έχανε κατ’ευθείαν τη ζωή που του είχε δοθεί προηγουμένως, ενώ μόλις Εκείνη πατούσε πάνω του με τα γυμνά της πόδια ανακτούσε το χρώμα και τη ζωή του. Έτσι ενεργοποιήθηκε ένας ατέρμονος φαύλος κύκλος μεταξύ ζωής και θανάτου που ακολουθούσε τον ρυθμό του χορού Τους. Ο Ουρανός έκλαψε. Τα ασημένια του δάκρυα έλουσαν τους Χορευτές και έκαναν την Θάλασσα να χάσει την ακινησία της δημιουργώντας ανησυχία στο χώρο. Ο Άνεμος ανταποκρίθηκε και ξεκίνησε να φυσά φέρνοντας Σύννεφα στον Ουρανό φθείροντας την διαύγειά του και αναγκάζοντας τα Δέντρα να ξεκινήσουν και αυτά τον δικό τους χορό.
Ο χορός γινόταν όλο και πιο γρήγορος, μέχρι που σταδιακά έφτασε στο επίπεδο της έκστασης. Τα πουλιά από πάνω τους πετούσαν πλέον τόσο γρήγορα σε κύκλους ώστε μεταμορφώθηκαν σε ένα απροσδιορίστου σχήματος, κινούμενο, ασπρόμαυρο σύννεφο. Τα κορμιά των Δύο στροβιλίζονταν αγκαλιασμένα σε υπερφυσικές ταχύτητες μέχρι που πύρινες γλώσσες ξεπήδησαν από τα τριαντάφυλλα κάτω από τα πόδια Τους, οι οποίες εκτοξευόμενες προς κάθε κατεύθυνση έκαψαν το σύννεφο των πουλιών αφήνοντας ένα μεγάλο κύμα στάχτης να πέσει απαλά πάνω στους Δύο και τους ακόλουθούς τους. Έπειτα οι φλόγες επιτέθηκαν στους ακόλουθους, οι οποίοι αντί να καίγονται μετατρέπονταν ένας ένας σε σκόνη. Η φωτιά λύτρωνε και εξάγνιζε τους Περασμένους, ενώ οδηγούσε τους Ερχόμενους στη ζωή και την υλική ύπαρξη. Οι Δύο συνέχισαν τον χορό τους ακόμα και αφού οι φλόγες τους τύλιξαν ολοκληρωτικά και τους μετέτρεψαν σε μια στροβιλιζόμενη πύρινη μπάλα η οποία έκαιγε κάθε στοιχείο της Φύσης που παρακολουθούσε τη σκηνή. Τη στιγμή της κορύφωσης το φλεγόμενο ζευγάρι χάθηκε σε μία έκρηξη εκτυφλωτικού φωτός. Προτού η Πανσέληνος παραδοθεί στο Φως, άφησε μία κραυγή που αντήχησε σε όλους τους Ουρανούς.
«Η Ζωή και ο Θάνατος χορέψανε εμπρός Μου…»